Του Στέλιου Σπυριδάκη
Πρέπει να ήταν προ δεκαπενταετίας όταν για πρώτη φορά έμαθα ότι υπάρχει παιχνίδι στο οποίο παριστάνεις τον προπονητή μιας ομάδας. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν αυτή όπως σχεδόν κάθε 10χρονου παιδιού. “Αυτή τη βλακεία θα παίξω; ” ,”είναι βαρετό, δεν κάνεις τίποτα παρά βλέπεις τα μπαλάκια να πηγαίνουν πάνω κάτω”. Μέγας ανταγωνιστής τότε το FIFA Manager το οποίο ήταν πιο διαδραστικό καθώς μπορούσες να κάνεις αλλαγές στο γήπεδο τύπου Minecraft και γενικότερα ήταν πιο ζωντανό, ας το πούμε έτσι. Έλα όμως που κάτι με έκαιγε. Ήθελα να δοκιμάσω. Να δω αν ήταν τόσο βλακεία όσο πίστευα.
Η πρώτη μου επαφή ήταν με το Football Manager 2006 το οποίο ομολογώ ότι όπως το ξεκίνησα έτσι το παράτησα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Απορούσα πως μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που το αγαπάνε. Προτίμησα το Pro Evolution που ήταν και της μόδας. Έτσι λοιπόν το CD του Football Manager έμεινε στο ράφι.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα την αξία του παιχνιδιού. Βασικά ο όρος “παιχνίδι” ίσως να είναι άτοπος καθώς πρόκειται ξεκάθαρα για ένα προσομοιωτή. Και για αυτό το λόγο αποφάσισα να το ψάξω σε βάθος κάνοντας μια μίνι-έρευνα.
Ο “μπαμπάς” του προσομοιωτή αυτού, για να μην ξεχνιόμαστε, γεννήθηκε το 1992 στην Αγγλία και ονομαζόταν Championship Manager. Ήταν μια ιδέα των αδερφών Collyer η οποία πήρε σάρκα και οστά αφού πρώτα απορρίφθηκε από σχεδόν όλους τους εκδότες (μέσα σε αυτούς και η Electronic Arts). Προφανώς, τα πρώτα “παιχνίδια” δεν είχαν καμία σχέση με το σημερινό. Το πολύ μεγάλο βήμα ,όμως, έγινε το 2003 όταν οι αδερφοί Collyer μαζί με τον φίλο τους Miles Jacobson γύρισαν την πλάτη στην Eidos που μέχρι τότε εξέδιδε το παιχνίδι και συμφώνησαν με την Sega. Αυτή έμελλε να είναι η απαρχή μιας νέας πραγματικότητας.

Το παιχνίδι απέκτησε πολύ γρήγορα τεράστια φήμη παγκοσμίως. Η Sports Interactive, η εταιρία παραγωγής του Football Manager, αναγκάστηκε να φτιάξει ένα τεράστιο δίκτυο ερευνητών για να μπορέσει να φτάσει εκεί που είναι σήμερα. Συνολικά, εργάζονται περίπου 13.000 ερευνητές ανά τον κόσμο με σκοπό την βελτίωση του παιχνιδιού μέσω ενός “άτυπου” scouting. Οι άνθρωποι αυτοί, για να το κάνουμε πιο κατανοητό, πηγαίνουν στις προπονήσεις και στα παιχνίδια των ομάδων για να συλλέξουν τα στοιχεία των ποδοσφαιριστών. Αφού συλλεχθούν τα στοιχεία αποστέλνονται στο εκάστοτε forum της κάθε χώρας και από εκεί πάνε στα χέρια των δημιουργών.
Πολλοί άνθρωποι του ποδοσφαίρου έχουν μιλήσει στο παρελθόν για το Football Manager. Ο Demetrio Albertini, ο πρώην άσσος της Μίλαν και νυν μέλος της ομάδας ερευνητών, μαρτύρησε ότι τα χρόνια του Τραπατόνι στην Εθνική Ιταλίας το παιχνίδι χρησιμοποιήθηκε για την παρακολούθηση των αντιπάλων. Ακόμη, o Τζον Μακλίς, γιός του Άλεξ Μακλίς, από τους πλέον γνωστούς προπονητές στο “Νησί” κυρίως για τα περάσματα του από Rangers και Aston Villa, ομολόγησε ότι το 2002 μέσω παιχνιδιού ανακάλυψε τους Μέσι και Ινιέστα και πρότεινε στον πατέρα του να τους φέρει στη Rangers. Ο Άλεξ επικοινώνησε με τον τότε τεχνικό της Μπαρτσελόνα, Χενκ Τεν Κάτε, ο οποίος απέρριψε την πρόταση για τον Μέσι αλλά δέχτηκε να παραχωρήσει τον Ινιέστα. Μία εβδομάδα αργότερα ,όμως, ο Τεν Κάτε τηλεφώνησε στον Μακλίς και του είπε πως ήταν πλεόν αδύνατο να δώσει τον Ινιέστα καθώς λόγω τραυματισμών των παικτών της Μπαρτσελόνα, “έχει κληθεί να παίξει για την πρώτη ομάδα το Σάββατο”.
Στις 24 Νοεμβρίου αναμένεται να κυκλοφορήσει ο νέος τίτλος, με τα ποντίκια να είναι έτοιμα να πάρουν φωτιά (και εν μέσω καραντίνας θα χρειαστούν και εφεδρικά). Οι πιθανότητες το Football Manager 2021 να απογοητεύσει το κοινό του είναι σχεδόν μηδαμινές και όλοι εμείς είμαστε έτοιμοι να φορέσουμε και πάλι τα “σακάκια” μας και να “γυαλίσουμε τα παπούτσια μας”. Οι πρόεδροι των συλλόγων είναι έτοιμοι να μας υποδεχτούν αλλά οι οπαδοί έχουν απαιτήσεις.